- νομοφυλακίς
- νομοφῠλᾰκ-ίς, ίδος,A containing the law,
κιβωτός Ph. 1.584
.II epith. of Aphrodite at Cyrene, Rendic.Linc.1925.420 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιβωτός Ph. 1.584
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομοφυλακίς — νομοφυλακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. αυτή που περιέχει τους νόμους («νομοφυλακίδα κιβωτόν», Φίλ.) 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομοφύλαξ, ακος + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
νομοφυλακίδα — νομοφυλακίς containing the law fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)